- φωτοτακτισμός
- ο , φωτοταξία η см. φωτοτροπισμός
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φωτοτακτισμός — ο, Ν 1. βιολ. κατευθυνόμενη κίνηση ενός κινητού οργανισμού ως απόκριση σε ένα φωτεινό ερέθισμα 2. φρ. «θετικός φωτοτακτισμός» βιολ. φωτοτακτισμός κατά τον οποίο ο οργανισμός κατευθύνεται προς το φωτεινό ερέθισμα β) «αρνητικός φωτοτακτισμός» βιολ … Dictionary of Greek
φωτοταξία — η, Ν βιολ. ο φωτοτακτισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phototaxis < φωτ(ο) * + τάξη] … Dictionary of Greek